- κορσές
- ο(λ. γαλλ.), στηθόδεσμος, πλατύς ελαστικός ζωστήρας που περιβάλλει την κοιλιά και μέρος του θώρακα των γυναικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κορσές — ο 1. πλατύς ελαστικός ζωστήρας που περιβάλλει στενά τη μέση, την κοιλιά ή και μέρος τού θώρακα και φοριέται για λόγους κομψότητας ή υγείας 2. φρ. «μού έγινες στενός κορσές» έχεις γίνει πολύ φορτικός, μέ πιέζεις πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. corset] … Dictionary of Greek
κορσαρίζομαι — [κορσές] φορώ κορσέ … Dictionary of Greek
κορσάτος — η, ο 1. αυτός που φορά κορσέ 2. για ένδυμα) αυτός που εφαρμόζει τέλεια ή στενά στο σώμα και ιδίως αυτός που στενεύει στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορσές + κατάλ. άτος (πρβλ. αερ άτος, φινετσ άτος)] … Dictionary of Greek
στηθόδεσμος — ο, ΝΑ ειδικός επίδεσμος που χρησιμεύει για τη συγκράτηση τού γυναικείου στήθους, κν. σουτιέν νεοελλ. 1. ελαστικός ζωστήρας για τον θώρακα ή τη μέση τών γυναικών, κν. κορσές 2. ιατρ. (κυρίως σε περιπτώσεις παθήσεων τής σπονδυλικής στήλης ή… … Dictionary of Greek
Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… … Dictionary of Greek
τριβέλι — το (λ. λατ.) 1. τρύπανο. 2. μτφ., άνθρωπος ενοχλητικός, «στενός κορσές», «τσιμπούρι»: Δεν τον ανέχομαι πια, μου έγινε τριβέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)